-
1 премия
премия ж 1) (награда) το βραβείο· Ленинская премия Βραβείο Λένιν присудить \премияю βραβεύω, απονέμω βραβείο 2) (надбавка) το επιχορήγημα, το επίδομα* * *ж1) ( награда) το βραβείοприсуди́ть пре́мию — βραβεύω, απονέμω βραβείο
2) ( надбавка) το επιχορήγημα, το επίδομα -
2 пособие
-я ουδ.1. παλ. βοήθεια•при -ии брата με τη βοήθεια του αδερφού.
2. βοήθημα, επίδομα, επιχορήγημα.3. εγχειρίδιο(βιβλίο). || μέσο•наглядное пособие εποπτικό μέσο.
См. также в других словарях:
επιχορήγημα — το (AM ἐπιχορήγημα) πρόσθετο χορήγημα … Dictionary of Greek
επιχορήγημα — το, ατος το επιπλέον χορήγημα, πρόσθετη αμοιβή ή παροχή, επίδομα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιχορηγήματα — ἐπιχορήγημα an additional supply neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίδομα — το, ατος 1. ό,τι δίνεται επιπλέον, πρόσθετη αμοιβή σε τακτική μισθοδοσία, επιχορήγημα: Καταργούνται τα επιδόματα των υπαλλήλων. 2. έκτακτο χρηματικό βοήθημα: Επίδομα πλημμυροπαθών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)